- ρηματικός
- -ή, -ό / ῥηματικός, -ή, -όν, ΝΑ [ῥῆμα, -ατος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο»)νεοελλ.(και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική διακοίνωση»)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥηματικόνη μορφή του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. ρηματικώς / ῥηματικῶς ΝΑκατά τον τρόπο του ρήματος, με ρήμανεοελλ.προφορικά.
Dictionary of Greek. 2013.